- οικείωμα
- οἰκείωμα, τὸ (Α) [οικειώ]1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῡτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.)2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματαοικογενειακή υπόθεση.
Dictionary of Greek. 2013.